τεθμός

τεθμός
τεθμός (-ός, -όν, -οῖσιν.)
1 that which is laid down and so
a ordinance, rule τεθμός δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερ-

κέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ P. 1.64

μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος” i. e. the ordinance of heaven concerning this island Pae. 4.47
b function, duty ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν, κλῦτε νῦν (i. e. πιθεῖν σοφούς v. 52: fort. κός]μον legendum) Pae. 6.57
c institution
I =

κῶμος, τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88

δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

II festival πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων (at Olympia) O. 6.69 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (at the Isthmus) O. 13.40

ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.33

III law, convention of song

τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι N. 4.33


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεθμός — θεσμός that which is laid down masc nom sg (doric) τεθμός that which is laid down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. θεσμός …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

  • NOVEMCUBITALIS — Graece Εἰνάπηχυς, apud Lycophronem Cassandrâ. Γυναιξὶ δ᾿ ἔςται τεθμὸς ἐτχώριος ἀεὶ, Πενθεῖν τὸν εἰνάπηχυν Αἰακοῦ τρίτον. Et feminis lex semper indigenis erit, Cubitûm novenûm flere tertium Aeaci etc. Achillis epitheton; non quod tot praecise… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τεθμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl (doric) τεθμός that which is laid down masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμοῖσι — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic doric ionic aeolic) τεθμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic doric ionic aeolic) τεθμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμῶν — θεσμός that which is laid down masc gen pl (doric) τεθμός that which is laid down masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμῷ — θεσμός that which is laid down masc dat sg (doric) τεθμός that which is laid down masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθμόν — θεσμός that which is laid down masc acc sg (doric) τεθμός that which is laid down masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”